πολύχορδα

πολύχορδα
πολύχορδος
many-stringed
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πολυαρμόνιος — ον, Α μουσ. αυτός που έχει πολλές αρμονίες, πολύφωνος («πολυαρμόνια καὶ πολύχορδα όργανα», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + αρμόνιος (< ἁρμονία), πρβλ. παν αρμόνιος] …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Αρχαίων, Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Οργάνων (Θεσσαλονίκης) — Το Μουσείο Αρχαίων, Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Οργάνων ιδρύθηκε το 1997 για να φιλοξενήσει 200 και πλέον όργανα και αντίγραφα οργάνων στο ιδιόκτητο αναπαλαιωμένο κτίριο της τράπεζας Πειραιώς που βρίσκεται στην οδό Κατούνη 12 14 (περιοχή… …   Dictionary of Greek

  • Τσαμουρτζής, Ευάγγελος — (Πέργαμος, Μικρά Ασία 1888 – Αθήνα 1965). Έλληνας εφευρέτης, κουρδιστής και μουσικός. Τυφλός από παιδί, το 1910 πηγαίνει στην Αθήνα για μουσικές σπουδές στο Ωδείο Aθηνών. Με την υποστήριξη του τότε διευθυντή του Ωδείου Γ. Νάζου, συνεχίζει τις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”